- σεληνίς
- σεληνίςivory crecentfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σεληνίς — ίδος, ή, Α 1. διακριτικό κόσμημα από ελεφαντοστό σε σχήμα ημισελήνου, το οποίο έφεραν οι Ρωμαίοι συγκλητικοί πάνω στα πέδιλά τους 2. φυλαχτό σε σχήμα ημισελήνου 3. είδος γλυκίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + επίθημα ίς (πρβλ. καλαμ ίς)] … Dictionary of Greek
σεληνίδα — σεληνίς ivory crecent fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληνίδας — σεληνίς ivory crecent fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληνίδος — σεληνίς ivory crecent fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεληνίσκος — ὁ, Α [σελήνη / σεληνίς] υποκορ. τ. τού σεληνίς … Dictionary of Greek
ԼՈՒՍՆԱՁԵՒ — (ի, ից.) NBH 1 0902 Chronological Sequence: 10c, 13c ա. σεληνοειδής, σεληνίς lunula. Որ ունի զձեւ նորոյ լուսնի եղջերաւոր. որպէս զմահիկ. Լուսնատեսիլ. ... *Մահիկս լուսնաձեւս. Արծր. ՟Գ. 2: *Մահիկ լուսնաձեւ իմն զարդ պարանոցացն. զի մահիկ ասեն զձեւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)